- παρατίθημι
- δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.)αρχ.1. θέτω μπροστά μου ή κοντά μου, δίνω εντολή να τοποθετήσουν κοντά μου κάτι2. (το αρσ. τής μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ παρατιθέντεςαυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο τραπέζι, οι σερβιτόροι3. (το ουδ. τής μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παρατιθέμενατα προσφερόμενα φαγητά4. μέσ. θέτω ή δίνω εντολή να παρατεθεί τροφή μπροστά σε κάποιον5. εναποθέτω τροφή πάνω στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῑ», Ηρόδ.)6. προσφέρω, παρέχω, δίνω7. (για μητέρα) παρέχω τον μαστό για θηλασμό8. μέσ. δίνω όνομα σε χωριό ή τοποθεσία («οὗτος ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα παραθέμένος Κελεάς», Παυσ.)9. μέσ. εκθέτω αντικείμενα για πούλημα10. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», Ησίοδ.)11. προβάλλω, παρέχω εξηγήσεις μπροστά σε κάποιον12. αναφέρω, παρουσιάζω («ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῑς», ΚΔ)13. μέσ. φέρω ή αναφέρω κάτι για υποστήριξη ή ως μαρτυρία («διὰ ταῡτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», Πλάτ.)14. (ενεργ. και μέσ.) αναφέρω, μνημονεύω («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)15. αναφέρω περίπτωση, παράδειγμα16. πάπ. συνιστώ με συστατική επιστολή17. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο («ὁμοῡ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», Πλάτ.)18. παραβάλλω, συγκρίνω για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῡτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», Πλούτ.)19. μέσ. καταθέτω, εμπιστεύομαι σε κάποιον καθετί που μού ανήκει, καταθέτω για φύλαξη («τούτου τοῡ παραθεμένου τὰ χρήματα», Ηρόδ.)20. μέσ. παραδίνω κάποιον στη φροντίδα άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)21. μέσ. εναποθέτω, παραδίνω («πάτερ, εἰς χεῑράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)22. μέσ. αποτολμώ, διακινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς», Ομ. Οδ.)23. μέσ. μεταχειρίζομαι κάτι για κάποιο σκοπό, εφαρμόζω κάτι με δική μου πρωτοβουλία για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῑσθαι», Πλάτ.)24. φρ.α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη δαπάνηβ) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — παραθέτω, αναφέρω τις εκδόσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τίθημι «τοποθετώ»].
Dictionary of Greek. 2013.